μεταπρατικός

μεταπρατικός
-ή, -ό
1. αυτός που προσιδιάζει ή ανήκει ή αναφέρεται στον μεταπράτη και στη δραστηριότητά του
2. φρ. «μεταπρατική οικονομία»
(οικον.) υπανάπτυκτη οικονομία, χωρίς δική της αυτοτελή βιομηχανία, που χρησιμοποιείται ως διαμετακομιστικός σταθμός για το εμπόριο τών ανεπτυγμένων χωρών με τις αναπτυσσόμενες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γκ. Γ. Λάτρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”